Ήταν πικρό το τσάι σήμερα. Αφουγκραζόμασταν
ένα μεγάλο αμάξι που σταμάτησε στο δρόμο -
ένας τροχός του χτύπησε στο βράχο.
Μπορεί να 'ταν ο τροχός της ιστορίας.
Γιατί η γριούλα που βούρτσιζε στην μπαλκονόπορτα
το μαύρο κυριακάτικο φουστάνι της
πέτρωσε εκεί σα να κατάλαβε
τι μαύρο που 'ναι το μαύρο χρώμα
σα να 'δε ανεβασμένη μια μαύρη σημαία στο κατάρτι του χρόνου.
Λογαριάζαμε στα δάχτυλα: μεθαύριο,
μεθαύριο, ναι, μπαίνει ο Απρίλης.
Λέγαμε: θα βρούμε στο πανέρι της άνοιξης
πολλές χρυσές βελόνες, πολλές χρωματιστές κουβαρίστρες
να μπαλώσουμε το γέλιο του παιδιού
να μπαλώσουμε τις ρυτίδες της μάνας
να ράψουμε ακόμα κι ένα κομμένο πόδι, ένα σπασμένο κρανίο - λέγαμε.
Μια καρδιά χωρισμένη στα δύο,
απ' τη μια το ψωμί και το φιλί
απ' την άλλη το χρέος - θα σμίξει, λέγαμε,
μεθαύριο Απρίλης. Κάτου απ' τα δέντρα η ειρήνη,
θα χαιρετιούνται οι άνθρωποι μες απ' τα δίχτυα των αχτίνων
το φως θα κλείσει με τη φούχτα του την υψωμένη κάννη
θα χαμηλώσει η κάννη και θα γράψει στο χώμα
ένα μικρό κύκλο σαν το μηδέν
κι ύστερα γύρω στο μηδέν γραμμές - γραμμές
σαν τις αχτίνες του ήλιου που χαράζουν τα παιδιά στον άμμο.
Λογαριάζαμε στα δάχτυλα:
μεθαύριο Απρίλης και το Πάσχα
θα φιληθούνε οι άνθρωποι.
Τους σκότωσαν.
Τούτα τα πρόσωπα είναι σαν τα σταματημένα ρολόγια.
Τι ώρα να 'ναι; Τι ώρα να 'ναι σήμερα;
Ποιος σταμάτησε τούτα τα ρολόγια;
Ποιος σταμάτησε στη μέση τον Απρίλη;
Ποιος έγραψε με κάρβουνο σταυρούς πάνου στις πόρτες;
Ποιος σταμάτησε το χαμόγελο στα μάτια της μάνας; Τι ώρα να 'ναι;
Ποιος έκοψε στα δυο την ελπίδα; Τι ώρα να 'ναι; Πέστε μου λοιπόν.
Η κυρα-Λένη γύρισε απ' την αγορά μ' άδειο το καλάθι της.
Δε θυμάμαι, είπε, γιατί πήγα.
Οπου πηγαίνω βρίσκουμαι μπροστά στους σκοτωμένους.
Αν έχεις κάτι να μου πεις θα το ξεχάσω.
Δεν ξεχνάω τους σκοτωμένους. Το φουστάνι μου
αγγριώνει στους σταυρούς. Οι νεκροί με κρατάνε.
Ο,τι μου πουν θα κάνω. Παιδί μου, παιδί μου,
αυτοί πέθαναν για να ζήσεις.
Μην το ξεχνάς. Αν το θυμάσαι αυτοί δε θα πεθάνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου